- λαμπαδηφορώ
- (ε) αμετ. участвовать в факельном шествии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαμπαδηφορώ — (AM λαμπαδηφορῶ, έω) [λαμπαδηφόρος] παίρνω μέρος σε λαμπαδηφορία … Dictionary of Greek
αλαμπαδηφόρητος — η, ο [λαμπαδηφορώ] αυτός που τελείται ή γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία, χωρίς αναμμένες λαμπάδες … Dictionary of Greek